Συγγρού-Πτολεμαίων / Ξενοδοχείο Μητρόπολις / δολοφονία Τ. Τούση
9 Μάη 1936, 10 το πρωί.
Δεκάδες χιλιάδες εργάτες είναι συγκεντρωμένοι στην περιοχή μεταξύ των οδών Εγνατία-Βενιζέλου-Τσιμισκή-Δωδεκανήσου.
Διάφοροι ομιλητές πάνω σε τελάρα, καρότσια ή εξώστες σπιτιών αναλύουν την πορεία του απεργιακού αγώνα, τα αιτήματα των εργαζομένων και τη στάση της εργοδοσίας και της κυβέρνησης.
Στις 10:30 το πρωί οι αυτοκινητιστές, που είναι συγκεντρωμένοι στα γραφεία του σωματείου τους, αντιλαμβάνονται ότι σε ένα αυτοκίνητο της Αστυνομίας που κινείται αργά επί της οδού Εγνατίας μεταφέρονται μέλη της Απεργιακής Επιτροπής των αυτοκινητιστών, που προφανώς είχαν συλληφθεί νωρίτερα.
Η προκλητική αυτή ενέργεια της Αστυνομίας εξαγριώνει τους απεργούς αυτοκινητιστές. Μόλις το αυτοκίνητο της Αστυνομίας φτάνει κοντά στα γραφεία του σωματείου τους, οδηγοί και εισπράκτορες βγαίνουν στο δρόμο, το σταματούν και απαιτούν να απελευθερωθούν οι συνάδελφοί τους της Απεργιακής Επιτροπής.
Οι χωροφύλακες αρνούνται και σηκώνουν τα περίστροφά τους.
Τότε οι απεργοί κατεβάζουν τους χωροφύλακες από το αυτοκίνητο, απελευθερώνουν τους συναδέλφους τους και κατευθύνονται προς το σωματείο τους.
Όμως, ένα έφιππο τμήμα της Χωροφυλακής, που περιπολούσε στην Πλατεία Κολόμβου, αντιλαμβάνεται το επεισόδιο και επιτίθεται στους απεργούς με τα σπαθιά προσπαθώντας να τους διαλύσεις και να προβεί σε συλλήψεις.
Οι απεργοί αυτοκινητιστές βλέποντας τους τραυματίες συναδέλφους τους από την επίθεση της Αστυνομίας, αποφασίζουν να αντισταθούν.
Άλλοι απεργοί που βρίσκονται εκεί κοντά βλέποντας την άνιση μάχη, τρέχουν να βοηθήσουν τους αυτοκινητιστές. Έτσι ενώνονται με τους οδηγούς ομάδες καπνεργατών, τσαγκαράδων, λαστοιχάδων κ.α. και με ξύλα και πέτρες προσπαθούν να αποκρούσουν τις επιθέσεις των χωροφυλάκων.
Αποκρούουν με επιτυχία 5 επιθέσεις των έφιππων χωροφυλάκων.
Όταν μετά από λίγο εμφανίζονται άλλες 3 ομάδες έφιππων χωροφυλάκων αλλά και πεζά τμήματα της Αστυνομίας, οι απεργοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν προς τη Συγγρού και Μ. Αλεξάνδρου.
Διαπιστώνουν ότι έχουν περικυκλωθεί και αμύνονται στήνοντας οδοφράγματα στος γωνίες των δρόμων Εγνατία, Μ. Αλέξανδρου, Πτολεμαίων, Συγγρού και αλλού. Παράλληλα, φτάνουν για ενίσχυσή τους ομάδες απεργών οικοδόμων, τσαγκαράδων, υφαντουργών, τροχιοδρομικών.
Άλλοι απεργοί υπερασπίζονται τα οδοφράγματα, άλλοι μεταφέρουν ξύλα και πέτρες, άλλοι λιθοβολούν τους χωροφύλακες.
Αυτήν την ώρα καταφτάνει στο χώρο των επεισοδίων ο Αστυνομικός Διευθυντής Ντάκος.
Βλέποντας την οργανωμένη άμυνα των απεργών, δίνει διαταγή να υποχωρήσει η αστυνομική δύναμη που επιτίθεται.
Οι απεργοί ξεσπούν σε ζητωκραυγές.
Μετά την υποχώρηση των αστυνομικών, οι απεργοί αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν διαδήλωση προς το Διοικητήριο, για να διαμαρτυρηθούν για την αστυνομοκρατία, τις αυθαίρετες συλλήψεις και επιθέσεις και να ζητήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Μόλις ο κύριος όγκος των διαδηλωτών αρχίζει να κινείται, ο Ντάκος δίνει το σύνθημα "βαράτε στο ψαχνό".
Οι απεργοί δέχονται καταιγισμό πυρών από χωροφύλακες, άνδρες της ασφάλειας και χαφιέδες που είχαν ανεβεί στις ταράτσες των ξενοδοχείων και των γύρω κτιρίων. Ταυτόχρονα, οι έφιπποι χωροφύλακες τρέχουν δεξιά κι αριστερά πυροβολώντας και σκορπίζοντας τον τρόμο.
Οι απεργοί προσπαθούν να καλυφτούν πίσω από κολώνες, εισόδους κτιρίων, ή πεσμένοι μπρούμυτα.
Μέσα σε αυτό το χαλασμό, πέφτει στη διασταύρωση των δρόμων Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο "Μητρόπολις" ο πρώτος νεκρός. Είναι ο Τάσος Τούσης.
Οι απεργοί συγκεντρώνονται σε άλλες γωνίες στήνοντας καινούρια οδοφράγματα, όμως η μάχη είναι άνιση. Διαθέτουν μόνο τα χέρια τους απέναντι στους πάνοπλους χωροφύλακες.
Γύρω στις 12 το μεσημέρι, περισσότεροι από 5.000 εργάτες απεργοί κινούνται από το Βαρδάρη κατά μήκος της Εγνατίας, για να ενισχύσουν τους συναδέλφους τους που υπερασπίζονταν τα οδοφράγματα.
Μπροστά σε αυτόν το μεγάλο όγκο των εργατών οι χωροφύλακες αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
Τότε, ο Γραμματές τους Σωματείου Οικοδόμων, Κώστας Παπαβασιλείου, ξηλώνει από μια οικοδομή, που χτιζόταν ακόμα, μια πόρτα. Πάνω σε αυτήν ξαπλώνουν το νεκρό Τούση και τον σηκώνουν τιμητική φρουρά στα χέρια τους ο Ζαφείρης Βεκίδης, Γραμματέας του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου, ο Χαράλαμπος Μελανεφίδης, Πρόεδρος της Ενωτικής Επιτροπής, ο Κώστας Παπαβασιλείου και ακόμα ένας εργάτης.
Σχηματίζεται μια τεράστια διαδήλωση, η οποία αφού περνάει από την κλινική Ανδρεάδη, όπου διαπιστώνεται ο θάνατος του Τούση, κατευθύνεται προς το Διοικητήριο.
Εκεί απαιτούν να κατέβει ο Γενικός Διοικητής Πάλλης να δει το νεκρό.
Αυτός τους αντιπροτείνει να ανέβει η Απεργιακή Επιτροπή με το νεκρό, με σκοπό να συλλάβει την πρωτοπορία των απεργών. Όμως εκείνοι δεν πέφτουν στην παγίδα.
Γίνεται ομιλία του Ζαφείρη Βεκίδη, ενώ την ίδια ώρα οι καμπάνες των εκκλησιών της Άνω Πόλης και μετά από αυτές όλης της Θεσσαλονίκης χτυπούν συναγερμό. Ήταν το σύνθημα ότι χτυπάνε τους εργάτες και χιλιάδες λαού με επικεφαλής τις συνοικιακές οργανώσεις του ΚΚΕ κατηφορίζουν από τις εργατικές γειτονιές προς το κέντρο.
Μετά την ομιλία του Βεκίδη η διαδήλωση ξεκινάει και πάλι μέσω της οδού Διοικητηρίου προς την Πλατεία Βαρδαρίου.
Μπροστά βρίσκονται οι νεολαίοι εργάτες Σαλβατώρ Ματαράσσο, Εβραίος, και Γιάννης Πανόπουλος, καπνεργάτης από την Καλαμαριά, στέλεχος της ΟΚΝΕ.
Ο πρώτος βγάζει τη φόδρα του σακακιού του, ο δεύτερος ένα μαντήλι. Τα είχαν βουτήξει στο αίμα του σκοτωμένου και τα είχαν κάνει παντιέρες.
Η διαδήλωση προχωράει τραγουδώντας το "Πένθιμο εμβατήριο", "Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς..."
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η μάνα του σκοτωμένου εργάτη, η Κατίνα Τούση. Μοιρολογά και πέφτει λιπόθυμη πλάι στο νεκρό κορμί του γιου της. Όταν μετά από λίγο συνέρχεται, μπαίνει κι αυτή στην πρωτοπορία της διαδήλωσης και ενώνει τη φωνή της με εκείνη των διαδηλωτών:
"Κάτω οι δολοφόνοι" - "Κάτω η κυβέρνηση της βίας" - "Να συλληφθεί ο Ντάκος" - Ζήτω το δίκιο μας".
Δεκάδες χιλιάδες εργάτες είναι συγκεντρωμένοι στην περιοχή μεταξύ των οδών Εγνατία-Βενιζέλου-Τσιμισκή-Δωδεκανήσου.
Διάφοροι ομιλητές πάνω σε τελάρα, καρότσια ή εξώστες σπιτιών αναλύουν την πορεία του απεργιακού αγώνα, τα αιτήματα των εργαζομένων και τη στάση της εργοδοσίας και της κυβέρνησης.
Στις 10:30 το πρωί οι αυτοκινητιστές, που είναι συγκεντρωμένοι στα γραφεία του σωματείου τους, αντιλαμβάνονται ότι σε ένα αυτοκίνητο της Αστυνομίας που κινείται αργά επί της οδού Εγνατίας μεταφέρονται μέλη της Απεργιακής Επιτροπής των αυτοκινητιστών, που προφανώς είχαν συλληφθεί νωρίτερα.
Η προκλητική αυτή ενέργεια της Αστυνομίας εξαγριώνει τους απεργούς αυτοκινητιστές. Μόλις το αυτοκίνητο της Αστυνομίας φτάνει κοντά στα γραφεία του σωματείου τους, οδηγοί και εισπράκτορες βγαίνουν στο δρόμο, το σταματούν και απαιτούν να απελευθερωθούν οι συνάδελφοί τους της Απεργιακής Επιτροπής.
Οι χωροφύλακες αρνούνται και σηκώνουν τα περίστροφά τους.
Τότε οι απεργοί κατεβάζουν τους χωροφύλακες από το αυτοκίνητο, απελευθερώνουν τους συναδέλφους τους και κατευθύνονται προς το σωματείο τους.
Όμως, ένα έφιππο τμήμα της Χωροφυλακής, που περιπολούσε στην Πλατεία Κολόμβου, αντιλαμβάνεται το επεισόδιο και επιτίθεται στους απεργούς με τα σπαθιά προσπαθώντας να τους διαλύσεις και να προβεί σε συλλήψεις.
Οι απεργοί αυτοκινητιστές βλέποντας τους τραυματίες συναδέλφους τους από την επίθεση της Αστυνομίας, αποφασίζουν να αντισταθούν.
Άλλοι απεργοί που βρίσκονται εκεί κοντά βλέποντας την άνιση μάχη, τρέχουν να βοηθήσουν τους αυτοκινητιστές. Έτσι ενώνονται με τους οδηγούς ομάδες καπνεργατών, τσαγκαράδων, λαστοιχάδων κ.α. και με ξύλα και πέτρες προσπαθούν να αποκρούσουν τις επιθέσεις των χωροφυλάκων.
Αποκρούουν με επιτυχία 5 επιθέσεις των έφιππων χωροφυλάκων.
Όταν μετά από λίγο εμφανίζονται άλλες 3 ομάδες έφιππων χωροφυλάκων αλλά και πεζά τμήματα της Αστυνομίας, οι απεργοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν προς τη Συγγρού και Μ. Αλεξάνδρου.
Διαπιστώνουν ότι έχουν περικυκλωθεί και αμύνονται στήνοντας οδοφράγματα στος γωνίες των δρόμων Εγνατία, Μ. Αλέξανδρου, Πτολεμαίων, Συγγρού και αλλού. Παράλληλα, φτάνουν για ενίσχυσή τους ομάδες απεργών οικοδόμων, τσαγκαράδων, υφαντουργών, τροχιοδρομικών.
Άλλοι απεργοί υπερασπίζονται τα οδοφράγματα, άλλοι μεταφέρουν ξύλα και πέτρες, άλλοι λιθοβολούν τους χωροφύλακες.
Αυτήν την ώρα καταφτάνει στο χώρο των επεισοδίων ο Αστυνομικός Διευθυντής Ντάκος.
Βλέποντας την οργανωμένη άμυνα των απεργών, δίνει διαταγή να υποχωρήσει η αστυνομική δύναμη που επιτίθεται.
Οι απεργοί ξεσπούν σε ζητωκραυγές.
Μετά την υποχώρηση των αστυνομικών, οι απεργοί αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν διαδήλωση προς το Διοικητήριο, για να διαμαρτυρηθούν για την αστυνομοκρατία, τις αυθαίρετες συλλήψεις και επιθέσεις και να ζητήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Μόλις ο κύριος όγκος των διαδηλωτών αρχίζει να κινείται, ο Ντάκος δίνει το σύνθημα "βαράτε στο ψαχνό".
Οι απεργοί δέχονται καταιγισμό πυρών από χωροφύλακες, άνδρες της ασφάλειας και χαφιέδες που είχαν ανεβεί στις ταράτσες των ξενοδοχείων και των γύρω κτιρίων. Ταυτόχρονα, οι έφιπποι χωροφύλακες τρέχουν δεξιά κι αριστερά πυροβολώντας και σκορπίζοντας τον τρόμο.
Οι απεργοί προσπαθούν να καλυφτούν πίσω από κολώνες, εισόδους κτιρίων, ή πεσμένοι μπρούμυτα.
Μέσα σε αυτό το χαλασμό, πέφτει στη διασταύρωση των δρόμων Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο "Μητρόπολις" ο πρώτος νεκρός. Είναι ο Τάσος Τούσης.
Οι απεργοί συγκεντρώνονται σε άλλες γωνίες στήνοντας καινούρια οδοφράγματα, όμως η μάχη είναι άνιση. Διαθέτουν μόνο τα χέρια τους απέναντι στους πάνοπλους χωροφύλακες.
Γύρω στις 12 το μεσημέρι, περισσότεροι από 5.000 εργάτες απεργοί κινούνται από το Βαρδάρη κατά μήκος της Εγνατίας, για να ενισχύσουν τους συναδέλφους τους που υπερασπίζονταν τα οδοφράγματα.
Μπροστά σε αυτόν το μεγάλο όγκο των εργατών οι χωροφύλακες αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
Τότε, ο Γραμματές τους Σωματείου Οικοδόμων, Κώστας Παπαβασιλείου, ξηλώνει από μια οικοδομή, που χτιζόταν ακόμα, μια πόρτα. Πάνω σε αυτήν ξαπλώνουν το νεκρό Τούση και τον σηκώνουν τιμητική φρουρά στα χέρια τους ο Ζαφείρης Βεκίδης, Γραμματέας του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου, ο Χαράλαμπος Μελανεφίδης, Πρόεδρος της Ενωτικής Επιτροπής, ο Κώστας Παπαβασιλείου και ακόμα ένας εργάτης.
Σχηματίζεται μια τεράστια διαδήλωση, η οποία αφού περνάει από την κλινική Ανδρεάδη, όπου διαπιστώνεται ο θάνατος του Τούση, κατευθύνεται προς το Διοικητήριο.
Εκεί απαιτούν να κατέβει ο Γενικός Διοικητής Πάλλης να δει το νεκρό.
Αυτός τους αντιπροτείνει να ανέβει η Απεργιακή Επιτροπή με το νεκρό, με σκοπό να συλλάβει την πρωτοπορία των απεργών. Όμως εκείνοι δεν πέφτουν στην παγίδα.
Γίνεται ομιλία του Ζαφείρη Βεκίδη, ενώ την ίδια ώρα οι καμπάνες των εκκλησιών της Άνω Πόλης και μετά από αυτές όλης της Θεσσαλονίκης χτυπούν συναγερμό. Ήταν το σύνθημα ότι χτυπάνε τους εργάτες και χιλιάδες λαού με επικεφαλής τις συνοικιακές οργανώσεις του ΚΚΕ κατηφορίζουν από τις εργατικές γειτονιές προς το κέντρο.
Μετά την ομιλία του Βεκίδη η διαδήλωση ξεκινάει και πάλι μέσω της οδού Διοικητηρίου προς την Πλατεία Βαρδαρίου.
Μπροστά βρίσκονται οι νεολαίοι εργάτες Σαλβατώρ Ματαράσσο, Εβραίος, και Γιάννης Πανόπουλος, καπνεργάτης από την Καλαμαριά, στέλεχος της ΟΚΝΕ.
Ο πρώτος βγάζει τη φόδρα του σακακιού του, ο δεύτερος ένα μαντήλι. Τα είχαν βουτήξει στο αίμα του σκοτωμένου και τα είχαν κάνει παντιέρες.
Η διαδήλωση προχωράει τραγουδώντας το "Πένθιμο εμβατήριο", "Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς..."
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η μάνα του σκοτωμένου εργάτη, η Κατίνα Τούση. Μοιρολογά και πέφτει λιπόθυμη πλάι στο νεκρό κορμί του γιου της. Όταν μετά από λίγο συνέρχεται, μπαίνει κι αυτή στην πρωτοπορία της διαδήλωσης και ενώνει τη φωνή της με εκείνη των διαδηλωτών:
"Κάτω οι δολοφόνοι" - "Κάτω η κυβέρνηση της βίας" - "Να συλληφθεί ο Ντάκος" - Ζήτω το δίκιο μας".