(I)
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθέ τῆς γειτονιᾶς μου,
Πῶς κλεῖσαν τὰ ματάκια σου καὶ δέ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δέ σαλεύεις, δέ γρικᾶς τά ποὺ πικρὰ σοῦ λέω.
Γιόκα μου, ἐσύ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγε κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
Τώρα δέ μὲ παρηγορᾶς καὶ δέ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δέ μαντεύεις τὶς πληγές ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα.
Πουλί μου, ἐσύ ποὺ μοὔφερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δέ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι.
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρῖνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
ποὖναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δέ μοῦ μιλεῖς κ’ ἡ δόλια ἐγώ τὸν κόρφο, δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιά ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου, μπήγω.
(II)
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε ζεστέ τῆς χειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι’ ἀνθό κι’ ἀστάχυ.
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς τίς ωμορφάδες,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τούς γιορτινούς χαβάδες.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα
ὅλη τή γῆν ἀγκάλιαζα κι’ ὅλ᾿ ήτανε γιὰ μένα.
Νειότη ἀπ᾿ τὴ νειότη σου ἔπαιρνα κι’ ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο.
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζύ σου ἐμένανε, γλυκειά μου, συντροφιά μου.
Κι’ ἂν ειν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ περπατήσω
κι’ ἂν κουραστεῖς στὸν κόρφο μου γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.
(III)
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
- καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωϊνοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι’ ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι’ ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
Καὶ γώ μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω
(IV)
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καϋμό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει.
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κύτταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι’ ήσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζύ κι’ ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κι᾿ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι’ ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι’ ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι’ οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι’ οὐδ᾿ ἔτρεξα ξωπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι’ ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι’, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι’, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
(V)
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε κι’ όλα θα καρτερούνε
καὶ στὸ ζεστό σπιτάκι μας όλα θ’ ανησυχούνε.
Ἡ μπλέ σου μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτερά τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμένη.
Θὰ καρτερᾶ τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτερᾶ τὰ χνῶτα σου τό ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτερᾶ και τό γατί στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι’ ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾶ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτερᾶ κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι’ ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια φλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρηα
θὰ καρτερᾶν εσένανε νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτερώ σκυφτὴ βραδύ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
(VI)
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
Ανοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι’ ἀνέχαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κύτταζες, καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς Οἰκουμένης.
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά καί λαμπροπλουμισμένα.
Καὶ μοὔδειχνες ἀλαργινά τὴ θάλασσα γαλάζα
καὶ τὰ βουνά καὶ τὰ δεντρά καί της αυγής τή γάζα
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλάκια καί τζιτζήκια,
μερμήγκια, θάμνους, βότσαλα, ροδόκρινα καί φύκια.
Μά, γιόκα μου, κι’ ἂν μοὔδειχνες τ’ ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι’ ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια.
καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ’ αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβύστης κ’ ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
(VII)
Ησουν καλός κ’ ησουν γλυκός κ’ εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.
Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι
πάταγε τὸ κατώφλι μας κ’ ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.
Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐρμαδιακό καλύβι,
επεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει.
Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,
Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω, ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.
Κανείς μὴ γγίξει πάνου του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.
Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.
Δώστε μου, ἀητοί, νύχια, φτερά γιὰ νά τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο, νά τήνε ρουκανίσω.
(VIII)
Ποῦ πέταξε τ’ ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ’ ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.
Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στἄσπρο μικροῦλι σπίτι
νὰ σ’ ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ’ ἔχω σά σπουργίτι.
Νὰ ταΐζω σε στὴ φούχτα μου σπειρί-σπειρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.
Καμμιᾶς κοπέλλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις∙
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.
Κι’ ήταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν
ν’ ἀνασηκώνεις ἀπ’ τὴ γῆ τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.
Κι’ ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα
κι’ ὅλα τὰ χάρισες, κ’ ἐμέ μ’ ἀφῆκες δίχως ζέστα.
Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.
Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόϊ,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόϊ.
(IX)
Ὦ, Παναγιά μου, ἂν ήσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι’, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἄν ήσουν Θεός κι’ ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες, καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι’ ἄν ήσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει.
Ἐμεῖς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆ μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι’ ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβύστη.
Καί, τώρα, ἐπά σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰ τὰ ζεστάνω λίγο.
(X)
Τί ἔκανες, γιέ μου, ἐσὺ κακό; Γιὰ τοὺς δικούς σου κόπους
τὴν πλερωμή σου ζήτησες ἀπ’ ἄδικους ἀνθρώπους.
Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι,
τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.
Δέν εἴσουν ζήτουλας ἐσύ νὰ πᾷς παρακαλιώντας,
μὲ τὴ γερή σου τὴν καρδιά πῆγες ὀρθοπατώντας
Καὶ χύμηξαν ἀπάνου σου τὰ σμουλωχτά κοράκια
καὶ σοὔπιαν τὸ αἷμα, γιόκα μου, σοῦ κλείσαν τὰ χειλάκια
Τώρα οἱ παλάμες σου οἱ ἀχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σὰ δυό πουλάκια ἀνήμπορα καὶ λυπημένα μοῦ εἶναι,
Ποὺ τὰ φτερά τους δίπλωσαν καὶ πιά δέ φτερουγᾶνε
καὶ τὰ κρατῶ στὰ χέρια μου καὶ δέ μοῦ κελαϊδᾶνε.
Ὤ, γιέ μου, αὐτοί ποὺ σ’ ἔσφαξαν σφαγμένα νὰ τὰ βροῦνε
τὰ τέκνα τους καὶ τοὺς γονιούς καὶ στὸ αἷμα νὰ πνιγοῦνε.
Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰ τὴ βάψω.
καὶ νὰ χορέψω. Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.
(XI)
Βασίλεψες ἀστέρι μου και βούλιαξεν ό κόσμος,
έσβυσε ο ήλιος, μάδησε και του σπιτιού μου ο δυόσμος.
Κρύβω την όψη ολάκαιρη στο μαύρο μου τσεμπέρι,
δε θέλω πια απ’ τον κόσμο αυτό σινιάλο και χαμπέρι.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι’ ουδέ σε παρατάει.
Και, δες, μ’ ανασηκώσανε χιλιάδες γιους ξανοίγω
μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Τα δάκρυά μου στερεύουνε, φουντώνουνε οι αντάρες
χιλιάδες οι βλαστήμιες μου, χιλιάδες οι κατάρες.
«Να πέσουν τ’ αστροπέλεκα στην κεφαλή τους πάνω
και με τα χέρια τούτα εδώ, στο λάκκο να τους βάνω».
Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω τη φωνή μου.
σου παίρνω το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.
(XII)
Τὰ ποὔλεγες κι οὐτ’ ἤθελα πιστέψω καὶ γροικήσω
κι ἀπόπαιρνά σε, μάτια μου, χωρίς νὰ σὲ γνωρίσω,
Τὰ ποὺ δὲ μοὔπαν οἱ καιροί κι ὄλου τοῦ κόσμου οἱ γλῶσσες,
μοῦ τἄπε μόνο ἡ μιά στιγμή, ξεχωριστή στὶς τόσες.
Ποὖσαι, καλέ μου, νὰ χαρεῖς καὶ νὰ σταθεῖς κοντά μου;
Ἄκου, τὰ λόγια σου λαλῶ καὶ πλάτυνε ἡ καρδιά μου
Κι ὅλο τὸν κόσμο, σὰν κ’ ἐσέ, δύνεται νὰ σφαλίσει
καὶ γέρεψε καὶ δύνεται νὰ πλάσει, νὰ γκρεμίσει.
Δέν εἶναι ξόδι τοῦτο δῶ, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ καὶ γέλιο, ἀγάπη, ὀργή, τὸ κάθε μάτι στάζει.
Γιόκα μου τὸ φρυδάκι σου τί σούφρωσες, γιὰ πέ μου,
μήπως κακοκαρδίστηκες ποὺ φεύγω σου, καλέ μου;
Πουλί μου, χίλιες δυό ζωές μὲ σένανε μὲ δένουν,
κι ὅσοι ἀγαπιοῦνται καὶ νεκροί ποτέ τους δέν πεθαίνουν.
Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.
(XIII)
Νἆχα τ’ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα,
Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ’ὄνειρό σου
νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.
Βροντᾶνε στράτες κι ἀγορές, μπαλκόνια καὶ σοκάκια
καὶ σοῦ μαδᾶνε οἱ κορασιές λουλούδια στὰ μαλάκια.
Γιὰ τὸ αἷμα ποὔβαψε τὴ γῆς ἀντριεύτηκαν τὰ πλήθια,
– δάσα οἱ γροθιές, πέλαα οἱ κραυγές, βουνά οἱ καρδιές, τὰ στήθεια –
Ἔσμιξε ἡ μπλούζα τὸ χακί, φαντάρος τὸν ἐργάτη
κι ἀστράφτουν ὅλοι μιά καρδιά – βουλή, σφυγμός καὶ μάτι.
Ὤ, τί ὄμορφα σάν σμίγουνε, σάν ἀγαπιοῦνται οἱ ἀνθρῶποι,
φεγγοβολᾶνε οἱ οὐρανοί, μοσκοβολᾶνε οἱ τόποι,
Κι ὅπως περνᾶν, λεβέντηδες, γεροί κι ἀδελφωμένοι,
λέω καὶ θὰ καταχτήσουνε τὴ γῆς, τὴν οἰκουμένη.
Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –
Ὤ, ποὖσαι, γιόκα μου, νὰ δεῖς, πουλί, ν’ ἀναγαλλιάσεις,
καί, πρὶν κινήσεις μοναχό, τὸν κόσμο ν’ ἀγκαλιάσεις.
(XIV)
Γλυκέ μου, ἐσὺ δέ χάθηκες, μέσα στὶς φλέβες μου εἶσαι.
Γιέ μου, στὶς φλέβες ὁλουνῶν, ἔμπα βαθιά καὶ ζῆσε.
Δές, πλάγι μας περνοῦν πολλοί, περνοῦν καβαλλαραίοι –
ὅλοι στητοί καὶ δυνατοί καὶ σὰν κ’ ἐσένα ὡραῖοι.
Ἀνάμεσά τους, γιόκα μου, θωρῶ σε ἀναστημένο –
τὸ θώρι σου στὸ θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Καὶ γώ ἡ φτωχή καὶ γώ ἡ λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ ὅλους,
μὲ τὰ μεγάλα νύχια μου κόβω τὴ γῆ σὲ σβώλους
Καὶ τοὺς πετάω κατάμουτρα στοὺς λύκους καὶ στ’ ἀγρίμια
ποὺ μοὔκαναν τῆς ὄψης σου τὸ κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ἀκολουθᾶς καὶ σύ νεκρός, κι ὁ κόμπος τοῦ λυγμοῦ μας
δένεται κόμπος τοῦ σκοινιοῦ γιὰ τὸ λαιμό τοῦ ὀχτροῦ μας.
Κι ὡς τὄθελες (ὡς τὄλεγες τὰ βράδια μὲ τὸ λύχνο)
ἀσκώνω τὸ σκεβρό κορμί καὶ τὴ γροθιά μου δείχνω.
Κι ἀντίς τ’ ἄφταιγα στήθειά μου νὰ γδέρνω, δές, βαδίζω
καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δάκρυα μου τὸν ἥλιο ἀντικρύζω.
Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθέ τῆς γειτονιᾶς μου,
Πῶς κλεῖσαν τὰ ματάκια σου καὶ δέ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δέ σαλεύεις, δέ γρικᾶς τά ποὺ πικρὰ σοῦ λέω.
Γιόκα μου, ἐσύ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγε κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
Τώρα δέ μὲ παρηγορᾶς καὶ δέ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δέ μαντεύεις τὶς πληγές ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα.
Πουλί μου, ἐσύ ποὺ μοὔφερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δέ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι.
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρῖνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
ποὖναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δέ μοῦ μιλεῖς κ’ ἡ δόλια ἐγώ τὸν κόρφο, δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιά ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου, μπήγω.
(II)
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε ζεστέ τῆς χειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι’ ἀνθό κι’ ἀστάχυ.
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς τίς ωμορφάδες,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τούς γιορτινούς χαβάδες.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα
ὅλη τή γῆν ἀγκάλιαζα κι’ ὅλ᾿ ήτανε γιὰ μένα.
Νειότη ἀπ᾿ τὴ νειότη σου ἔπαιρνα κι’ ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο.
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζύ σου ἐμένανε, γλυκειά μου, συντροφιά μου.
Κι’ ἂν ειν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ περπατήσω
κι’ ἂν κουραστεῖς στὸν κόρφο μου γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.
(III)
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
- καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωϊνοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι’ ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι’ ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
Καὶ γώ μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω
(IV)
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καϋμό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει.
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κύτταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι’ ήσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζύ κι’ ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κι᾿ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι’ ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι’ ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι’ οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι’ οὐδ᾿ ἔτρεξα ξωπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι’ ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι’, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι’, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
(V)
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε κι’ όλα θα καρτερούνε
καὶ στὸ ζεστό σπιτάκι μας όλα θ’ ανησυχούνε.
Ἡ μπλέ σου μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτερά τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμένη.
Θὰ καρτερᾶ τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτερᾶ τὰ χνῶτα σου τό ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτερᾶ και τό γατί στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι’ ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾶ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτερᾶ κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι’ ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια φλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρηα
θὰ καρτερᾶν εσένανε νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτερώ σκυφτὴ βραδύ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
(VI)
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
Ανοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι’ ἀνέχαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κύτταζες, καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς Οἰκουμένης.
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά καί λαμπροπλουμισμένα.
Καὶ μοὔδειχνες ἀλαργινά τὴ θάλασσα γαλάζα
καὶ τὰ βουνά καὶ τὰ δεντρά καί της αυγής τή γάζα
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλάκια καί τζιτζήκια,
μερμήγκια, θάμνους, βότσαλα, ροδόκρινα καί φύκια.
Μά, γιόκα μου, κι’ ἂν μοὔδειχνες τ’ ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι’ ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια.
καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ’ αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβύστης κ’ ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
(VII)
Ησουν καλός κ’ ησουν γλυκός κ’ εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.
Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι
πάταγε τὸ κατώφλι μας κ’ ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.
Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐρμαδιακό καλύβι,
επεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει.
Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,
Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω, ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.
Κανείς μὴ γγίξει πάνου του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.
Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.
Δώστε μου, ἀητοί, νύχια, φτερά γιὰ νά τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο, νά τήνε ρουκανίσω.
(VIII)
Ποῦ πέταξε τ’ ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ’ ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.
Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στἄσπρο μικροῦλι σπίτι
νὰ σ’ ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ’ ἔχω σά σπουργίτι.
Νὰ ταΐζω σε στὴ φούχτα μου σπειρί-σπειρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.
Καμμιᾶς κοπέλλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις∙
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.
Κι’ ήταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν
ν’ ἀνασηκώνεις ἀπ’ τὴ γῆ τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.
Κι’ ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα
κι’ ὅλα τὰ χάρισες, κ’ ἐμέ μ’ ἀφῆκες δίχως ζέστα.
Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.
Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόϊ,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόϊ.
(IX)
Ὦ, Παναγιά μου, ἂν ήσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι’, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἄν ήσουν Θεός κι’ ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες, καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι’ ἄν ήσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει.
Ἐμεῖς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆ μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι’ ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβύστη.
Καί, τώρα, ἐπά σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰ τὰ ζεστάνω λίγο.
(X)
Τί ἔκανες, γιέ μου, ἐσὺ κακό; Γιὰ τοὺς δικούς σου κόπους
τὴν πλερωμή σου ζήτησες ἀπ’ ἄδικους ἀνθρώπους.
Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι,
τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.
Δέν εἴσουν ζήτουλας ἐσύ νὰ πᾷς παρακαλιώντας,
μὲ τὴ γερή σου τὴν καρδιά πῆγες ὀρθοπατώντας
Καὶ χύμηξαν ἀπάνου σου τὰ σμουλωχτά κοράκια
καὶ σοὔπιαν τὸ αἷμα, γιόκα μου, σοῦ κλείσαν τὰ χειλάκια
Τώρα οἱ παλάμες σου οἱ ἀχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σὰ δυό πουλάκια ἀνήμπορα καὶ λυπημένα μοῦ εἶναι,
Ποὺ τὰ φτερά τους δίπλωσαν καὶ πιά δέ φτερουγᾶνε
καὶ τὰ κρατῶ στὰ χέρια μου καὶ δέ μοῦ κελαϊδᾶνε.
Ὤ, γιέ μου, αὐτοί ποὺ σ’ ἔσφαξαν σφαγμένα νὰ τὰ βροῦνε
τὰ τέκνα τους καὶ τοὺς γονιούς καὶ στὸ αἷμα νὰ πνιγοῦνε.
Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰ τὴ βάψω.
καὶ νὰ χορέψω. Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.
(XI)
Βασίλεψες ἀστέρι μου και βούλιαξεν ό κόσμος,
έσβυσε ο ήλιος, μάδησε και του σπιτιού μου ο δυόσμος.
Κρύβω την όψη ολάκαιρη στο μαύρο μου τσεμπέρι,
δε θέλω πια απ’ τον κόσμο αυτό σινιάλο και χαμπέρι.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι’ ουδέ σε παρατάει.
Και, δες, μ’ ανασηκώσανε χιλιάδες γιους ξανοίγω
μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Τα δάκρυά μου στερεύουνε, φουντώνουνε οι αντάρες
χιλιάδες οι βλαστήμιες μου, χιλιάδες οι κατάρες.
«Να πέσουν τ’ αστροπέλεκα στην κεφαλή τους πάνω
και με τα χέρια τούτα εδώ, στο λάκκο να τους βάνω».
Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω τη φωνή μου.
σου παίρνω το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.
(XII)
Τὰ ποὔλεγες κι οὐτ’ ἤθελα πιστέψω καὶ γροικήσω
κι ἀπόπαιρνά σε, μάτια μου, χωρίς νὰ σὲ γνωρίσω,
Τὰ ποὺ δὲ μοὔπαν οἱ καιροί κι ὄλου τοῦ κόσμου οἱ γλῶσσες,
μοῦ τἄπε μόνο ἡ μιά στιγμή, ξεχωριστή στὶς τόσες.
Ποὖσαι, καλέ μου, νὰ χαρεῖς καὶ νὰ σταθεῖς κοντά μου;
Ἄκου, τὰ λόγια σου λαλῶ καὶ πλάτυνε ἡ καρδιά μου
Κι ὅλο τὸν κόσμο, σὰν κ’ ἐσέ, δύνεται νὰ σφαλίσει
καὶ γέρεψε καὶ δύνεται νὰ πλάσει, νὰ γκρεμίσει.
Δέν εἶναι ξόδι τοῦτο δῶ, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ καὶ γέλιο, ἀγάπη, ὀργή, τὸ κάθε μάτι στάζει.
Γιόκα μου τὸ φρυδάκι σου τί σούφρωσες, γιὰ πέ μου,
μήπως κακοκαρδίστηκες ποὺ φεύγω σου, καλέ μου;
Πουλί μου, χίλιες δυό ζωές μὲ σένανε μὲ δένουν,
κι ὅσοι ἀγαπιοῦνται καὶ νεκροί ποτέ τους δέν πεθαίνουν.
Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.
(XIII)
Νἆχα τ’ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα,
Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ’ὄνειρό σου
νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.
Βροντᾶνε στράτες κι ἀγορές, μπαλκόνια καὶ σοκάκια
καὶ σοῦ μαδᾶνε οἱ κορασιές λουλούδια στὰ μαλάκια.
Γιὰ τὸ αἷμα ποὔβαψε τὴ γῆς ἀντριεύτηκαν τὰ πλήθια,
– δάσα οἱ γροθιές, πέλαα οἱ κραυγές, βουνά οἱ καρδιές, τὰ στήθεια –
Ἔσμιξε ἡ μπλούζα τὸ χακί, φαντάρος τὸν ἐργάτη
κι ἀστράφτουν ὅλοι μιά καρδιά – βουλή, σφυγμός καὶ μάτι.
Ὤ, τί ὄμορφα σάν σμίγουνε, σάν ἀγαπιοῦνται οἱ ἀνθρῶποι,
φεγγοβολᾶνε οἱ οὐρανοί, μοσκοβολᾶνε οἱ τόποι,
Κι ὅπως περνᾶν, λεβέντηδες, γεροί κι ἀδελφωμένοι,
λέω καὶ θὰ καταχτήσουνε τὴ γῆς, τὴν οἰκουμένη.
Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –
Ὤ, ποὖσαι, γιόκα μου, νὰ δεῖς, πουλί, ν’ ἀναγαλλιάσεις,
καί, πρὶν κινήσεις μοναχό, τὸν κόσμο ν’ ἀγκαλιάσεις.
(XIV)
Γλυκέ μου, ἐσὺ δέ χάθηκες, μέσα στὶς φλέβες μου εἶσαι.
Γιέ μου, στὶς φλέβες ὁλουνῶν, ἔμπα βαθιά καὶ ζῆσε.
Δές, πλάγι μας περνοῦν πολλοί, περνοῦν καβαλλαραίοι –
ὅλοι στητοί καὶ δυνατοί καὶ σὰν κ’ ἐσένα ὡραῖοι.
Ἀνάμεσά τους, γιόκα μου, θωρῶ σε ἀναστημένο –
τὸ θώρι σου στὸ θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Καὶ γώ ἡ φτωχή καὶ γώ ἡ λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ ὅλους,
μὲ τὰ μεγάλα νύχια μου κόβω τὴ γῆ σὲ σβώλους
Καὶ τοὺς πετάω κατάμουτρα στοὺς λύκους καὶ στ’ ἀγρίμια
ποὺ μοὔκαναν τῆς ὄψης σου τὸ κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ἀκολουθᾶς καὶ σύ νεκρός, κι ὁ κόμπος τοῦ λυγμοῦ μας
δένεται κόμπος τοῦ σκοινιοῦ γιὰ τὸ λαιμό τοῦ ὀχτροῦ μας.
Κι ὡς τὄθελες (ὡς τὄλεγες τὰ βράδια μὲ τὸ λύχνο)
ἀσκώνω τὸ σκεβρό κορμί καὶ τὴ γροθιά μου δείχνω.
Κι ἀντίς τ’ ἄφταιγα στήθειά μου νὰ γδέρνω, δές, βαδίζω
καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δάκρυα μου τὸν ἥλιο ἀντικρύζω.
Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.