Εγνατία - Βενιζέλου
Το βράδυ της 8ης Μάη, και μετά τα όσα είχαν διαδραματιστεί κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας, πραγματοποιήθηκαν δύο συσκέψεις με διαφορετικό περιεχόμενο και στόχους η καθεμιά.
Η πρώτη ήταν κοινή σύσκεψη των δύο Εργατικών Κέντρων και της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής με θέμα την καλύτερη οργάνωση της 24ωρης πανεργατικής απεργίας που είχε αποφασισθεί και της ειρηνικής διαδήλωσης που θα πραγματοποιούνταν την επομένη, 9 Μάη.
Η δεύτερη σύσκεψη γινόταν στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και συμμετείχαν ο Γενικός Διοικητής Πάλλης, ο Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, Αντιστράτηγος Ζέππος, ο Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης, Ταξίαρχος Ντάκος, ο Διοικητής της Έφιππης Αστυνομίας Βαρδουλάκης και ο Διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας Ξανθόπουλος. Θέμα της σύσκεψης: η αντιμετώπιση των απεργών.
Τα όσα συνέβησαν της επόμενη μέρα, 9 Μάη, φανερώνουν πώς αντιλαμβάνονταν οι παραπάνω της "αντιμετώπιση των απεργών".
Το σχέδιο που εκπόνησαν εφαρμόστηκε σε δύο φάσεις, η πρώτη στις 8 Μάη και η δεύτερη φάση στις 9 Μάη, και αποτελούσε εντολή της κυβέρνησης και του τότε πρωθυπουργού Ιω. Μεταξά, ο οποίος επιστρέφοντας από το Βελιγράδι στις 7 Μάη παρέμεινε για 2 ώρες στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια της παραμονής είχε σύσκεψη με το Γενικό Διοικητή και το Σωματάρχη (Πάλλης και Ζέππος, αντίστοιχα).
Στις 9 Μάη η πανεργατική απεργία σημειώνει καθολική επιτυχία.
Τα αυτοκίνητα και τα τραμ μένουν νεκρά.
Τα εργοστάσια και τα γιαπιά το ίδιο.
Απεργούν και οι εργάτες του ηλεκτροφωτισμού, με αποτέλεσμα η πόλη να μείνει δίχως ηλεκτρικό ρεύμα.
Οι μάγειροι και οι σερβιτόροι εγκαταλείπουν τα εστιατόρια και τα καφενεία.
Από τους πρώτους απεργούν όλοι οι αρτεργάτες. Η πόλη μένει χωρίς ψωμί.
Έμπρακτα συμπαραστέκονται στους απεργούς τα συνεργαζόμενα φοιτητικά σωματεία της πόλης, κηρύσσοντας αποχή από τα μαθήματα .
Οι επαγγελματίες, λίγη ώρα μετά το άνοιγμα των καταστημάτων τους, κατεβάζουν τα ρολλά και αγανακτισμένοι από τα στρατιωτικά μέτρα αποφασίζουν να παρουσιαστούν στη Γενική Διοίκηση στις 12 το μεσημέρι, να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων των καπνεργατών.
Μετά τη δολοφονία του Τάσου Τούση, στη διασταύρωση Συγγρού-Πτολεμαίων, οι δεκάδες χιλιάδες απεργοί που είναι συγκεντρωμένοι στην περιοχή μεταξύ των οδών Εγνατίας-Βενιζέλου-Τσιμισκή-Δωδεκανήσου, αφού πραγματοποίησαν πορεία προς τη Γενική Διοίκηση, επιστρέφουν συντεταγμένοι από τη Διοικητηρίου με κατεύθυνση το Βαρδάρη.
Όταν φτάνουν στην Πλατεία Βαρδαρίου, αποφασίζουν να κατευθυνθούν προς τη Εισαγγελία, για να δείξουν τα αίσχη της αστυνομίας, έχοντας μαζί τους το νεκρό Τούση.
Εμποδίστηκαν, όμως, από ισχυρές δυνάμεις της Χωροφυλακής και του Στρατού και αναγκάστηκαν να βαδίσουν προς την Εγνατία, χωρίς να αντιληφθούν ότι βάδιζαν προς την παγίδα που τους είχε στήσει ο Αστυνομικός Διευθυντής, Ντάκος.
Μόλις η πορεία των απεργών πέρασε τη γωνία Εγνατίας-Αντιγονιδών, συνάντησε νέες δυνάμεις της Χωροφυλακής και Στρατού, που είχαν στήσει τα πολυβόλα.
Όταν πλησίασε η φάλαγγα των απεργών, οι χωροφύλακες πήραν τα πολυβόλα από τους φαντάρους και υποχώρησαν, ενώ οι επικεφαλής απομάκρυναν τις στρατιωτικές δυνάμεις.
Η υποχώρηση αυτή δημιούργησε στους απεργούς την εντύπωση πως θα επιτρεπόταν στους διαδηλωτές να προχωρήσουν. Έτσι, η πορεία συνέχισε να προχωρά.
Η Έφιππη Χωροφυλακή, που υποχωρούσε παρατεταγμένη σε όλο το πλάτος της Εγνατίας, δεν άφηνε τους διαδηλωτές να βλέπουν τί γίνεται πίσω από τους έφιππους Χωροφύλακες.
Έτσι, όταν η διαδήλωση έφτασε στην Εγνατία-Βενιζέλου, οι έφιπποι χωροφύλακες παραμέρισαν και οι διαδηλωτές βρέθηκαν μπροστά στις κάνες των όπλων και των πολυβόλων των πεζών χωροφυλάκων.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι στις ταράτσες των γύρω κτιρίων υπήρχαν ήδη οπλισμένοι άνδρες της Χωροφυλακής, της Ασφάλειας, καθώς και παρακρατικοί συνεργάτες τους.
Ο Αστυνομικός Διευθυντής Ντάκος, που ήταν ο ίδιος επικεφαλής, φωνάζει στους απεργούς να διαλυθούν. Εκείνοι απαντούν με τα συνθήματα "κάτω ο φασισμός", "κάτω οι δολοφόνοι".
Ο Ντάκος διατάζει "πυρ" και ξεκινά το μακελειό.
Οι απεργοί δέχονται πυρά από παντού.
Ένα τεθωρακισμένο αυτοκίνητο ορμάει κατά πάνω στους απεργούς.
Γίνονται επιθέσεις της ένοπλης Χωροφυλακής.
Οι χαφιέδες πυροβολούν από τα γύρω κτίρια.
Ξετυλίγονται φοβερές και αφάνταστης αγριότητας σκηνές.
Κακοποιούνται με αγριότητα ακόμα και οι αιμόφυρτοι τραυματίες διαδηλωτές.
Νεκροί και τραυματίες σχηματίζουν σωρό.
Πυροβολούνται ακόμα και διαδηλωτές που προσπαθούν να πάρουν τους τραυματίες.
Οι χωροφύλακες καταδιώκουν με μανία τους διαδηλωτές, που υποχωρούν στα γύρω στενά.
Την ώρα που άρχιζε το δολοφονικό όργιο της χωροφυλακής, ο επικεφαλής του Στρατού δίνει εντολή στους στρατιώτες να πυροβολήσουν κι αυτοί. Εκείνοι αρνούνται να υπακούσουν. Ο αξιωματικός στέκει αμήχανος.
Την ίδια στιγμή ο συνδικαλιστής Θωμάς Οικονόμου, ανεβασμένος σε ένα περίπτερο Εγνατίας-Βενιζέλου, καλεί τους αξιωματικούς του στρατού να συλλάβουν τους δολοφόνους.
Συγχρόνως γίνονται μικροσυμπλοκές μεταξύ στρατιωτών και χωροφυλάκων. Πολλοί στρατιώτες βλέποντας το δολοφονικό αμόκ που έχει πιάσει τους χωροφύλακες προσπαθούν να τους συγκρατήσουν και σε πολλές περιπτώσεις τους αφοπλίζουν.
Γύρω στις 2 το μεσημέρι οι συγκρούσεις σταματούν.
Ο αιματηρός απολογισμός στις 9 Μάη είναι 9 νεκροί, 32 βαριά τραυματίες και 250 ελαφρά.
Τα ονόματα των δολοφονημένων απεργών είναι:
Διαδόσεις της εποχής που δεν μπορούν να διασταυρωθούν μιλάνε για περισσότερους από 9 νεκρούς, που θάφτηκαν κρυφά από την αστυνομία τη νύχτα.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι αργότερα παρουσιάζονταν συγγενείς που ρωτούσαν για την τύχη εξαφανισθέντων, πιθανόν να επαληθεύει τις παραπάνω διαδόσεις.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ριζοσπάστης στις 10/05/1936 μιλούσε στον τίτλο του για 30 νεκρούς.
Μετά τη διάλυση της διαδήλωσης γίνονται πρόχειρες συγκεντρώσεις σε πολλούς δρόμους και πλατείες.
Συγκεντρώσεις γίνονται πραγματοποιούνται, επίσης, στις συνοικίες της Θεσσαλονίκης, με κυριότερες στην Τούμπα και στην Επτάλοφο.
Μεγάλες ομάδες πολιτών, με επικεφαλής εργάτες, στήνουν πρόχειρα μνημεία στα σημεία που σκοτώθηκαν οι συνάδελφοί τους και γράφουν επιγραφές με το αίμα των σκοτωμένων: "Εδώ δολοφονήθηκε ο _ _ _ _ _ , γιατί αγωνιζόταν για το ψωμί των παιδιών του", "Εδώ δολοφονήθηκε μια εργάτρια. Αναστασία Καρανικόλα".
Η πρώτη ήταν κοινή σύσκεψη των δύο Εργατικών Κέντρων και της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής με θέμα την καλύτερη οργάνωση της 24ωρης πανεργατικής απεργίας που είχε αποφασισθεί και της ειρηνικής διαδήλωσης που θα πραγματοποιούνταν την επομένη, 9 Μάη.
Η δεύτερη σύσκεψη γινόταν στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και συμμετείχαν ο Γενικός Διοικητής Πάλλης, ο Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, Αντιστράτηγος Ζέππος, ο Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης, Ταξίαρχος Ντάκος, ο Διοικητής της Έφιππης Αστυνομίας Βαρδουλάκης και ο Διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας Ξανθόπουλος. Θέμα της σύσκεψης: η αντιμετώπιση των απεργών.
Τα όσα συνέβησαν της επόμενη μέρα, 9 Μάη, φανερώνουν πώς αντιλαμβάνονταν οι παραπάνω της "αντιμετώπιση των απεργών".
Το σχέδιο που εκπόνησαν εφαρμόστηκε σε δύο φάσεις, η πρώτη στις 8 Μάη και η δεύτερη φάση στις 9 Μάη, και αποτελούσε εντολή της κυβέρνησης και του τότε πρωθυπουργού Ιω. Μεταξά, ο οποίος επιστρέφοντας από το Βελιγράδι στις 7 Μάη παρέμεινε για 2 ώρες στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια της παραμονής είχε σύσκεψη με το Γενικό Διοικητή και το Σωματάρχη (Πάλλης και Ζέππος, αντίστοιχα).
Στις 9 Μάη η πανεργατική απεργία σημειώνει καθολική επιτυχία.
Τα αυτοκίνητα και τα τραμ μένουν νεκρά.
Τα εργοστάσια και τα γιαπιά το ίδιο.
Απεργούν και οι εργάτες του ηλεκτροφωτισμού, με αποτέλεσμα η πόλη να μείνει δίχως ηλεκτρικό ρεύμα.
Οι μάγειροι και οι σερβιτόροι εγκαταλείπουν τα εστιατόρια και τα καφενεία.
Από τους πρώτους απεργούν όλοι οι αρτεργάτες. Η πόλη μένει χωρίς ψωμί.
Έμπρακτα συμπαραστέκονται στους απεργούς τα συνεργαζόμενα φοιτητικά σωματεία της πόλης, κηρύσσοντας αποχή από τα μαθήματα .
Οι επαγγελματίες, λίγη ώρα μετά το άνοιγμα των καταστημάτων τους, κατεβάζουν τα ρολλά και αγανακτισμένοι από τα στρατιωτικά μέτρα αποφασίζουν να παρουσιαστούν στη Γενική Διοίκηση στις 12 το μεσημέρι, να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων των καπνεργατών.
Μετά τη δολοφονία του Τάσου Τούση, στη διασταύρωση Συγγρού-Πτολεμαίων, οι δεκάδες χιλιάδες απεργοί που είναι συγκεντρωμένοι στην περιοχή μεταξύ των οδών Εγνατίας-Βενιζέλου-Τσιμισκή-Δωδεκανήσου, αφού πραγματοποίησαν πορεία προς τη Γενική Διοίκηση, επιστρέφουν συντεταγμένοι από τη Διοικητηρίου με κατεύθυνση το Βαρδάρη.
Όταν φτάνουν στην Πλατεία Βαρδαρίου, αποφασίζουν να κατευθυνθούν προς τη Εισαγγελία, για να δείξουν τα αίσχη της αστυνομίας, έχοντας μαζί τους το νεκρό Τούση.
Εμποδίστηκαν, όμως, από ισχυρές δυνάμεις της Χωροφυλακής και του Στρατού και αναγκάστηκαν να βαδίσουν προς την Εγνατία, χωρίς να αντιληφθούν ότι βάδιζαν προς την παγίδα που τους είχε στήσει ο Αστυνομικός Διευθυντής, Ντάκος.
Μόλις η πορεία των απεργών πέρασε τη γωνία Εγνατίας-Αντιγονιδών, συνάντησε νέες δυνάμεις της Χωροφυλακής και Στρατού, που είχαν στήσει τα πολυβόλα.
Όταν πλησίασε η φάλαγγα των απεργών, οι χωροφύλακες πήραν τα πολυβόλα από τους φαντάρους και υποχώρησαν, ενώ οι επικεφαλής απομάκρυναν τις στρατιωτικές δυνάμεις.
Η υποχώρηση αυτή δημιούργησε στους απεργούς την εντύπωση πως θα επιτρεπόταν στους διαδηλωτές να προχωρήσουν. Έτσι, η πορεία συνέχισε να προχωρά.
Η Έφιππη Χωροφυλακή, που υποχωρούσε παρατεταγμένη σε όλο το πλάτος της Εγνατίας, δεν άφηνε τους διαδηλωτές να βλέπουν τί γίνεται πίσω από τους έφιππους Χωροφύλακες.
Έτσι, όταν η διαδήλωση έφτασε στην Εγνατία-Βενιζέλου, οι έφιπποι χωροφύλακες παραμέρισαν και οι διαδηλωτές βρέθηκαν μπροστά στις κάνες των όπλων και των πολυβόλων των πεζών χωροφυλάκων.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι στις ταράτσες των γύρω κτιρίων υπήρχαν ήδη οπλισμένοι άνδρες της Χωροφυλακής, της Ασφάλειας, καθώς και παρακρατικοί συνεργάτες τους.
Ο Αστυνομικός Διευθυντής Ντάκος, που ήταν ο ίδιος επικεφαλής, φωνάζει στους απεργούς να διαλυθούν. Εκείνοι απαντούν με τα συνθήματα "κάτω ο φασισμός", "κάτω οι δολοφόνοι".
Ο Ντάκος διατάζει "πυρ" και ξεκινά το μακελειό.
Οι απεργοί δέχονται πυρά από παντού.
Ένα τεθωρακισμένο αυτοκίνητο ορμάει κατά πάνω στους απεργούς.
Γίνονται επιθέσεις της ένοπλης Χωροφυλακής.
Οι χαφιέδες πυροβολούν από τα γύρω κτίρια.
Ξετυλίγονται φοβερές και αφάνταστης αγριότητας σκηνές.
Κακοποιούνται με αγριότητα ακόμα και οι αιμόφυρτοι τραυματίες διαδηλωτές.
Νεκροί και τραυματίες σχηματίζουν σωρό.
Πυροβολούνται ακόμα και διαδηλωτές που προσπαθούν να πάρουν τους τραυματίες.
Οι χωροφύλακες καταδιώκουν με μανία τους διαδηλωτές, που υποχωρούν στα γύρω στενά.
Την ώρα που άρχιζε το δολοφονικό όργιο της χωροφυλακής, ο επικεφαλής του Στρατού δίνει εντολή στους στρατιώτες να πυροβολήσουν κι αυτοί. Εκείνοι αρνούνται να υπακούσουν. Ο αξιωματικός στέκει αμήχανος.
Την ίδια στιγμή ο συνδικαλιστής Θωμάς Οικονόμου, ανεβασμένος σε ένα περίπτερο Εγνατίας-Βενιζέλου, καλεί τους αξιωματικούς του στρατού να συλλάβουν τους δολοφόνους.
Συγχρόνως γίνονται μικροσυμπλοκές μεταξύ στρατιωτών και χωροφυλάκων. Πολλοί στρατιώτες βλέποντας το δολοφονικό αμόκ που έχει πιάσει τους χωροφύλακες προσπαθούν να τους συγκρατήσουν και σε πολλές περιπτώσεις τους αφοπλίζουν.
Γύρω στις 2 το μεσημέρι οι συγκρούσεις σταματούν.
Ο αιματηρός απολογισμός στις 9 Μάη είναι 9 νεκροί, 32 βαριά τραυματίες και 250 ελαφρά.
Τα ονόματα των δολοφονημένων απεργών είναι:
- Τάσος Τούσης, 25 χρονών, Σωφέρ, από το Ασβεστοχώρι
- Αναστασία Καρανικόλα, 23 χρονών, καπνεργάτρια, στέλεχος του ΚΚΕ
- Ίντο Γιακόβ Σρεννόρ, εργάτης νικελωτής
- Γιάννης Πανόπουλος, 23 χρονών, καπνεργάτης, στέλεχος της ΟΚΝΕ
- Δημήτρης Αγλαμίδης, 26 χρονών, σωφέρ
- Σαλβατώρ Ματαράσσο, 25 χρονών, καπνεργάτης
- Δημήτρης Λαϊλάνης, καπνεργάτης
- Σταύρος Διαμαντόπουλος, 23 χρονών
- Μανώλης Ζαχαρίου, 26 χρονών
Διαδόσεις της εποχής που δεν μπορούν να διασταυρωθούν μιλάνε για περισσότερους από 9 νεκρούς, που θάφτηκαν κρυφά από την αστυνομία τη νύχτα.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι αργότερα παρουσιάζονταν συγγενείς που ρωτούσαν για την τύχη εξαφανισθέντων, πιθανόν να επαληθεύει τις παραπάνω διαδόσεις.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ριζοσπάστης στις 10/05/1936 μιλούσε στον τίτλο του για 30 νεκρούς.
Μετά τη διάλυση της διαδήλωσης γίνονται πρόχειρες συγκεντρώσεις σε πολλούς δρόμους και πλατείες.
Συγκεντρώσεις γίνονται πραγματοποιούνται, επίσης, στις συνοικίες της Θεσσαλονίκης, με κυριότερες στην Τούμπα και στην Επτάλοφο.
Μεγάλες ομάδες πολιτών, με επικεφαλής εργάτες, στήνουν πρόχειρα μνημεία στα σημεία που σκοτώθηκαν οι συνάδελφοί τους και γράφουν επιγραφές με το αίμα των σκοτωμένων: "Εδώ δολοφονήθηκε ο _ _ _ _ _ , γιατί αγωνιζόταν για το ψωμί των παιδιών του", "Εδώ δολοφονήθηκε μια εργάτρια. Αναστασία Καρανικόλα".